- πρωτεύοντες
- πρωτεύωto be the firstpres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρωτεύω — ΝΜΑ [πρῶτος] 1. καταλαμβάνω ή κατέχω την πρώτη θέση, σειρά ή βαθμό, έχω ή παίρνω τα πρωτεία, είμαι πρώτος (α. «πρωτεύων ρόλος» β. «πρώτευσε στους διαγωνισμούς» γ. «πρωτεύειν καρτερίᾳ», Ξεν.) 2. είμαι ή αναδεικνύομαι ανώτερος, υπερτερώ, υπερβαίνω … Dictionary of Greek
PRINCIPES Provinciae — Graece πρωτεύοντες κατὰ τὴν ἐπαρχίαν, apud Strabonem, dicebantur, qui in Ludis publicis praesidebant, cuiusmodi erant Α᾿σιάρχαι in Actis, c. 19. v. 31. quos non male Actorum Interpres, Asiae Principes reddit, Item Lyciarchae, Syriarchae,… … Hofmann J. Lexicon universale
αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… … Dictionary of Greek
θύσανος — Σύνολο νημάτων που έχουν ίσο μέγεθος και δένονται σφιχτά από τη μία πλευρά, ενώ από την άλλη αφήνονται ελεύθερα· η φούντα. (Βοτ.) Κυματώδης ταξιανθία. Εμφανίζεται, όταν από τον κύριο μονανθικό άξονα (κλάδο) φυτρώνουν, από αριστερά και δεξιά,… … Dictionary of Greek
πρωταγωνιστής — ο, ΝΑ, θηλ. πρωταγωνίστρια Ν ο ηθοποιός που υποδύεται το πρώτο, το κύριο πρόσωπο ενός θεατρικού έργου (α. «πρωταγωνίστρια τόσο τής μικρής όσο και τής μεγάλης οθόνης» β. «τὸν μὲν ἐν τραγωδίᾳ πρωταγωνιστήν», Πλούτ.) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) ηθοποιός … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Κλερόν, Κλερ Ζοζέφ — (Claire Josephe Clairon, 1723 – 1803). Γαλλίδα ηθοποιός. Στην ηλικία των δώδεκα ετών εγκατέλειψε το πατρικό της σπίτι και πήγε στη Ρουέν, όπου προσελήφθη στο θέατρο. Αργότερα (1737 43) έπαιξε σε θιάσους της Λιλ και άλλων πόλεων. Την περίοδο 1743… … Dictionary of Greek
παραβρόγχοι — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζονται πολυάριθμοι λεπτοί τριχοειδείς αεραγωγοί στον πνευμονικό ιστό των πτηνών, οι οποίοι κατευθύνονται παράλληλα προς τους πρωτεύοντες βρόγχους από τη μια διακλάδωση προς την άλλη. Στην κύρια μάζα των π., ο αέρας… … Dictionary of Greek
Πφίτσνερ, Χανς — (Pfltzner, Hans, Μόσχα 1869 – Σάλτσμπουργκ 1949). Γερμανός συνθέτης. Καθηγητής και διευθυντής σε σπουδαία γερμανικά μουσικά ιδρύματα, έγινε γνωστός επίσης ως διευθυντής ορχήστρας. Γόνιμος συνθέτης, συνετέλεσε στην όξυνση της σύγκρουσης μεταξύ… … Dictionary of Greek
Σίτερ, Βίλεμ ντε- — (Sitter). Ολλανδός αστρονόμος (Σνέεκ 1872 Λέυντεν 1934). Αφού εργάστηκε μερικά χρόνια ως βοηθός στο αστεροσκοπείο του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας, διορίστηκε, το 1908, στην έδρα της αστρονομίας του πανεπιστήμιου του Λέυντεν και το 1919 ανάλαβε… … Dictionary of Greek